- μαγκουριά
- ητο χτύπημα με μαγκούρα: Του έριξε μια μαγκουριά στο κεφάλι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγκουριά — η χτύπημα με μαγκούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγκούρα + κατάλ. ιά, (πρβλ. κουμπουρ ιά, ξυλ ιά)] … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek